- τουρτουριάρης
- -α, -ικο, Ναυτός που τουρτουρίζει, που τρέμει από το κρύο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρτούρα / τούρτουρο + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. αρρωστ-ιάρης, κρυουλ-ιάρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουρτουριάρης, -α, -ικο — τρεμουλιάρης από κρύο ή φόβο ή πυρετό: Τουρτουριάρης γέρος στο χιόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek